Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Η άποψη του 'Oneloveaek blogspot για τα τεκταινόμενα στην Α.Ε.Κ

Λίγο πριν το derby με τον ΠΑΟ, παραθέτω αυτούσιο το εξαιρετικό άρθρο του κιτρινόμαυρου blog  'Oneloveaek'.
Ευχαριστώ προσωπικά, τον καλό φίλο, για την αγαστή συνεργασία που έχουμε, ο οποίος στέλνει τους χαιρετισμούς του στην κιτρινόμαυρη, όπως λέει, ΚΑΤΕΡΙΝΗ.
Όπως θα δείτε οι (τεκμηριωμένες) απόψεις του απηχούν αυτές και του δικού μας blog.

Εκτιμώ ότι η ΑΕΚ χρειάζεται ριζικές λύσεις και γενναία χρηματοδότηση προκειμένου να δημιουργήσει τις απαραίτητες για την ιστορία της προϋποθέσεις
πρωταθλητισμού και ότι δεν της είναι αρκετή ακόμη και η ορθολογική διαχείριση των εσόδων της, όταν μάλιστα με τις σημερινές συνθήκες θα υπολείπονται σταθερά των αντίστοιχων εσόδων των ανταγωνιστών της». Πρόκειται για δήλωση του Δημήτρη Μελισσανίδη το καλοκαίρι του 2009, όταν μεγαλομέτοχος στην ΠΑΕ ήταν ο Νίκος Νοτιάς και πρόεδρος ο Νίκος Θανόπουλος. Μια εποχή κατά την οποία το συνολικό ποσό που είχαν βάλει στην ΠΑΕ οι «μέτοχοι του 2004» «από την τσέπη τους» ανερχόταν ήδη σε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ. Ενόψει μιας σαιζόν που ο σύλλογος με γενικό κουμανταδόρο στον αγωνιστικό σχεδιασμό τον Ντούσαν Μπάγεβιτς έμελλε να ξοδέψει 3 εκατομμύρια ευρώ για αγορές παικτών μόνο και να δώσει για μπάτζετ συμβολαίων άλλα 13,5 εκατομμύρια. Αν όλα τα παραπάνω κρίνονταν ανεπαρκή για τη δημιουργία «προϋποθέσεων πρωταθλητισμού», τότε πώς θα έπρεπε να κριθούν τα σημερινά νούμερα; Τα μπάτζετ των τεσσάρων, τεσσεράμισι και πέντε εκατομμυρίων, σε μια ΠΑΕ «καθαρή» από τα χρέη του παρελθόντος μετά την ταπείνωση της Γ’ και της Β’ κατηγορίας; Έχουμε μπροστά μας μια από τις βασικές αιτίες για τις χαμηλές πτήσεις του Δικεφάλου. Η ποιότητα ως γνωστόν κοστίζει. Όταν επιλέγεις «διαχείριση», το πιθανότερο είναι να καταλήξεις με προπονητές τύπου Κετσπάγια, Μοράις και με μεταγραφές «παλαίμαχους», ανέτοιμους και τραυματίες. Ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι για ποιο λόγο έχει προκριθεί αυτή η «οικονομική στενότητα» με την οποία πορευόμαστε; 

Γηπεδικό > αγωνιστικό

Μια προτεινόμενη εξήγηση για την απροθυμία σοβαρής επένδυσης στο αγωνιστικό κομμάτι θέλει τη νέα τάξη πραγμάτων της ΠΑΕ να έχει θέσει ως αποκλειστική προτεραιότητα το γηπεδικό ζήτημα. Εξοικειωμένοι είμαστε άλλωστε με το αφήγημα του «αόρατου κουμπαρά» που διαρρέεται από κάθε κατεύθυνση και σύμφωνα με το οποίο η «γενναία χρηματοδότηση» επιφυλάσσεται για την ανέγερση του γηπέδου στη Νέα Φιλαδέλφεια. Υποστηρίζεται δε ότι το γήπεδο είναι η καλύτερη εγγύηση για μόνιμη οικονομική ευμάρεια στην ΠΑΕ (λόγω και της προσδοκώμενης μεγάλης προσέλευσης του κόσμου), αλλά ταυτόχρονα και η καλύτερη εγγύηση για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, εξαιτίας της «δυναμικής» που θα προσδώσει στο σύλλογο.

Αν πράγματι ισχύουν όλα τα παραπάνω, τότε νομίζω πως η διοίκηση διαπράττει στρατηγικό λάθος. Είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και εξαιρετικά δύσκολη (λόγω σχεδιασμού, κόστους, εμπλοκής του κράτους, γραφειοκρατίας κ.α.) η υλοποίηση του πρότζεκτ «Αγιά-Σοφιά» και τόσο η ομάδα, όσο και ο κόσμος, δεν μπορούν να αντέξουν υπό διαρκές «μνημόνιο» για τα επόμενα πολλά χρόνια μέχρι τα πολυπόθητα εγκαίνια. Η επιστροφή μας δε στο «φυσικό» μας σπίτι και σε μια αμιγώς «ποδοσφαιρική», «καυτή» έδρα, δεν συνεπάγεται αυτόματα αγωνιστική επιτυχία. Ομαδάρα / παιχταράδες + άμυνα απέναντι στο «παρασκήνο» υπήρξαν διαχρονικά οι βασικοί πυλώνες των επιτυχημένων πορειών της Ένωσης, με το «Ναό» σε υποβοηθητικό πάντα ρόλο. Πόσες νίκες να χαρίσει η έδρα μόνο και μόνο με το «μύθο» της, αν οι παίκτες σου δεν μπορούν να κοντρολάρουν, να πασάρουν, να σκοράρουν; Και έπειτα περί ποιας δυναμικής ο λόγος, αν μέχρι την ώρα που η Ένωση μπει στο νέο της γήπεδο, έχει καταντήσει να «παοκοποιηθεί»; Να έχει μεταλλαχθεί δηλαδή σε μια ομάδα παγιωμένη σε τριτοτέταρτες θέσεις, σταθερά μακριά από τον ουσιαστικό πρωταθλητισμό, γιορτάζοντας ως ορόσημα σποραδικές νίκες επί του ΟΣΦΠ;

Θεωρώ πολύ ευκολότερο οι κατακτήσεις πρωταθλημάτων να εξασφαλίσουν το νέο γήπεδο, παρά το αντίστροφο. Ο λόγος; Κατάκτηση τίτλων = διεκδίκηση των πακέτων εκατομμυρίων που μοιράζει η UEFA, αν όχι του 20+ του Champions’ League, έστω του 7+ του Europa League. Κατάκτηση τίτλων = περισσότερο πρεστίζ και λάμψη ως brand name, περισσότερη διαφήμιση, καλύτερες χορηγίες. Κατάκτηση τίτλων = ενθουσιασμός του «διψασμένου» κόσμου και εκτόξευση των εισιτηρίων, απλών και διαρκείας. Κομμάτι όλων των παραπάνω εσόδων θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για να δώσει κρίσιμη ώθηση και στο χτίσιμο του γηπέδου. Ποιο όμως το προαπαιτούμενο για αυτού του είδους την «απόσβεση»; Η «γενναία χρηματοδότηση» του αγωνιστικού σκέλους. Για να πάρεις, πρέπει πρώτα να δώσεις.


Εκλογικό > αγωνιστικό

Έτερο σενάριο που κυκλοφορεί σχετικά με την δυσπραγία της ΠΑΕ (παίζει να έχω ήδη εξαντλήσει όλες τις κλισέ εκφράσεις για να αποφύγω λέξεις όπως τσιγκουνιά, καρμιριά), παρουσιάζει τον «Τίγρη» να θεωρεί μάταιη οποιαδήποτε σοβαρή επένδυση σε ρόστερ και πάγκο, αν δεν έχει εντωμεταξύ καταβαραθρωθεί ο Φαταούλ, η ΕΟ του και η ομάδα τους. Και πάλι νομίζω ότι είναι λάθος αυτή η προσέγγιση.

Καταρχάς, σαφώς η «παράγκα» / η ΕΟ αποτελεί τον βασικό λόγο για το ερυθρόλευκο 18/20 από το 1996 μέχρι σήμερα, δεν αμφιβάλλει κανείς. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τουλάχιστον 4-5 πρωταθλήματα έπρεπε να έχει πανηγυρίσει η ΑΕΚ σ’ αυτήν την περίοδο και άλλα τόσα ο Παναθηναϊκός. Εφόσον λοιπόν η τωρινή διοίκηση κρίνει μάταιη την προσπάθεια πρωταθλητισμού εντός αυτού του πλαισίου, τότε γιατί εξακολουθεί η ομάδα να συμμετέχει κανονικά κάθε χρόνο στο πρωτάθλημα; Εκτός κι αν ο πρωταθλητισμός δεν θεωρείται πια η ιστορική της αποστολή και υπάρχει συμβιβασμός με κάτι λιγότερο. Γιατί δεν λαμβάνονται πρωτοβουλίες για ρήξη και δημιουργία ανταγωνίστριας προς την ΣούπερΛιγδ λίγκας μαζί με όποιον άλλον μοιράζεται την άποψη περί ματαιότητας; Επειδή μια τέτοια αποσχιστική κίνηση αρχικά δε θα τύχει αναγνώρισης από κανέναν και θα επιφέρει κυρώσεις από κάθε κατεύθυνση και έξωση από τα κρατικά γήπεδα; Αναπόφευκτα είναι αυτά αν το ζητούμενο είναι η ρήξη. Ποια από τις δύο προοπτικές όμως φαντάζει καλύτερη;
Κατά δεύτερον, το «φαινόμενο γαύρος» είναι στενά συνδεμένο με συμφέροντα και αλληλοεξαρτήσεις που ανήκουν στον συνεκτικό ιστό στον οποίο στηρίζεται το σύγχρονο ελληνικό αστικό κράτος. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αποτελεί κάτι σαν έκφανση του ελληνικού αστικού κράτους στο ποδόσφαιρο (και στον αθλητισμό κατ’ επέκταση). Επομένως ακόμα κι αν εξουδετερωθεί η τρέχουσα κινητήρια δύναμή του, από τη στιγμή που παραμένουν απαράλλαχτοι οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί στη χώρα, σύντομα θα βρεθεί η «διάδοχη κατάσταση». Η μάχη απέναντι στην ομάδα-ΕΟ λοιπόν προβλέπεται διαρκής. Δεν πρόκειται να τελειώσει απλά με μια νίκη σε εκλογές της ομοσπονδίας ή με έκπτωση συγκεκριμένων προσώπων από τις θεσμικές τους ιδιότητες, ώστε να τίθενται οι εξελίξεις αυτές σαν ορόσημα μέχρι τα οποία η ΑΕΚ οφείλει να είναι φειδωλή και ο κόσμος της να υπομένει στωικά.

Ακόμα πάντως κι αν επιτευχθεί η οριστική συντριβή του γαυροσυστήματος ή έστω αν εξοβελιστεί προσωρινά εκτός ποδοσφαίρου και αργήσει η ανασύνταξή του, η ΑΕΚ οφείλει να υποδεχτεί το γεγονός διαθέτοντας ήδη ένα έτοιμο ποσοτικά και ποιοτικά ρόστερ, ώστε να σπεύσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη συγκυρία. Και κάτι τέτοιο χωρίς το ανάλογο κόστος δε γίνεται. Αλλιώς παραμονεύουν κι άλλοι για την κορυφή (βλ. ΠΑΟ, ΠΑΟΚ) και δεν πρόκειται να μας χαριστούν.



Οργάνωση, σχέδιο, πλάνο: αυτοί οι άγνωστοι

Ας ακολουθήσουμε όμως τον «φίλαθλο» στην ανακολουθία του και ας υποθέσουμε ότι τελικά είναι αρκετή η «ορθολογική διαχείριση των εσόδων» της ΠΑΕ για τη δημιουργία προϋποθέσεων πρωταθλητισμού. Ας δεχτούμε ότι πράγματι ο πρωταθλητισμός συνδυάζεται με το υποτριπλάσιο και υποτετραπλάσιο μπάτζετ σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αρκεί αυτό να ξοδεύεται σοφά και αρκεί να υπάρχει παράλληλα σωστή οργάνωση, μεθοδικότητα, διακριτοί ρόλοι στο αγωνιστικό τμήμα. Ένα σαφές πλάνο. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τουλάχιστον κάτι τέτοιο συμβαίνει στην ΑΕΚ της «νέας εποχής»;

Υποτίθεται ότι υπήρχε πλάνο «ανάδειξης δικού μας προπονητή» και τελικά αποδείχτηκε ότι το «μεγάλο αφεντικό» δεν πίστεψε ποτέ κάτι τέτοιο. Χαμένος χρόνος δηλαδή. Η περιβόητη «ελληνοποίηση» του ρόστερ με δημιουργία παικτών που θα στελέχωναν την Εθνική Ελλάδας πήγε άκλαυτη. Όχι ότι είναι μια προοπτική που με λυπεί, καλώς ή κακώς ΔΕΝ υπάρχουν σήμερα πολλοί άξιοι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Επισημαίνω όμως τι είχε τεθεί πομπωδώς ως στόχος και πόσο εύκολα και γρήγορα εγκαταλείφθηκε. Να μιλήσουμε για τα κριτήρια επιλογής προπονητών; Μάθαμε με κάθε δυνατό τρόπο ότι διακαής πόθος του «Τίγρη» είναι η ομάδα να παίζει «όμορφο, επιθετικό ποδόσφαιρο». Κι όμως τα κλειδιά των Σπάτων παραδόθηκαν το περασμένο καλοκαίρι στα χέρια του Τιμούρ Κετσπάγια, αρχετυπικού αμυντικογενούς τεχνικού, με προβαλλόμενο προσόν ότι «ξέρει από Ελλάδα και από προκριματικούς». Οι μεταγραφές κάθε άλλο παρά αποτέλεσμα κάποιας κεντρικής αγωνιστικής φιλοσοφίας μοιάζουν, αφού ο εισηγητής του μεταγραφικού σχεδιασμού αλλάζει κάθε τρεις και λίγο, είναι πιθανό δε να υπάρχουν ταυτόχρονα δύο και τρία άτομα με τον ίδιο ρόλο. Τέλος, μέσα σε 3,5 χρόνια έχουν ήδη αλλάξει 6 προπονητές, 3 τεχνικοί διευθυντές, 2 διευθυντές ακαδημιών, σκάουτερς και διάφοροι παλαίμαχοι με απροσδιόριστες ιδιότητες έρχονται και παρέρχονται και μόνη σταθερά πάνω από όλους αυτούς τους αναλώσιμους παραμένει ο εκτελεστικός διευθυντής, Ντούσαν Μπάγεβιτς. Πότε και πώς να προλάβει ο οποιοσδήποτε να εκπονήσει μια μακρόπνοη στρατηγική;

«Ριζικές Λύσεις»

Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε ως «ριζικές λύσεις» ο Δημήτρης Μελισσανίδης το καλοκαίρι του 2009, στην παρούσα φάση πάντως ένας ιδανικός ορισμός θα ήταν ο εξής:

► Να πάψει ο ευρύτερος «οργανισμός ΑΕΚ» να ενθαρρύνει τα μυθεύματα των σφουγγοκωλάριων ΑΡΔ ότι «ο Τίγρης μόνο ξέρει να κάνει την ΑΕΚ πρωταθλήτρια όπως την έκανε και τότε» ή «ο Τίγρης μόνο ξέρει να φτιάχνει ομάδα, γιατί το έκανε και τότε». Μόνο διαστρέβλωση της κιτρινόμαυρης Ιστορίας αποτελούν οι γλίτσες αυτές και ξέρουμε όλοι πολύ καλά τι κατάληξη έχει λαός που δεν μαθαίνει σωστά την ιστορία του. Οι δε «αρχοντικές» φωτογραφίες με τα πούρα που συνοδεύουν συνήθως τα σαλιάρικα κείμενα, μόνο λούμπεν μπαρμπάδες σε καπηλειά μπορούν πλέον να ενθουσιάσουν. Νισάφι. Καμιά ομάδα δεν έφτιαξε ο Μελ «τότε». Αντιθέτως παρέλαβε το καλοκαίρι του 1992 (πάντα εξ ημισείας με το Γιάννη Καρρά) μια καλοκουρδισμένη μηχανή γεμάτη παιχταράδες που είχαν φέρει προηγουμένως ο προπονητής Ντούσαν Μπάγεβιτς και οι πρόεδροι Στράτος Γιδόπουλος (1988-1991) και Κώστας Γενεράκης (1991-1992). Βρήκε δε την Ένωση άρτι εστεμμένη πρωταθλήτρια (1991-92) που είχε αποκτήσει από μόνη της το λεγόμενο «μέταλλο», καθώς μετρούσε άλλους τρεις πολύ πρόσφατους τίτλους (Λιγκ Καπ 1990, Σούπερ Καπ 1989, Πρωτάθλημα 1989). Αυτό που απλά έκανε ο Μελ ήταν να πετύχει τη διατήρησή της στο θρόνο για άλλες δύο σαιζόν, την πρώτη (1992-93) από το πόστο του συνιδιοκτήτη-προέδρου, τη δεύτερη (1993-94) από το πόστο του συνιοδιοκτήτη-αντιπρόεδρου. Δεν υπάρχει Ενωσίτης που να μην του πιστώνει τα σχετικά εύσημα. Στο Hall of Fame προέδρων συγκαταλέγεται. Τι έκανε όμως όταν ανέλαβε όντως να φτιάξει από την αρχή ομάδα πρωταθλητισμού, ως de facto πρόεδρος διαχειριστής επί ENIC (1999-2000); Τουμπάκοβιτς, σέρβικα «παλτά», αποκλεισμός από την ΑΙΚ στα προκριματικά του Champions’ League, άρον-άρον αποχώρηση. Επιτέλους λίγη αυτογνωσία.


► Να σταματήσει οριστικά και αμετάκλητα να περιστρέφεται ο «οργανισμός ΑΕΚ» γύρω από νοοτροπίες, πρακτικές και ιδεολογήματα των τελών του ’80 – αρχών του ’90, προσπαθώντας να αναβιώσει τις «glory days» με «την ίδια, πετυχημένη συνταγή». Το ποδόσφαιρο του σήμερα διαφέρει σε πολλά επίπεδα με αυτό πριν 25 χρόνια. Το ρολόι πρέπει επιτέλους να ξεκολλήσει από μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα «απόφαση Μποσμάν» και παγκόσμια δίκτυα ατζέντηδων και σκάουτερς. Τότε που επιτρέπονταν μόνο 3 ξένοι και οι υπόλοιποι παίκτες υποχρεωτικά ήταν Έλληνες. Τότε που στην Ελλάδα «περνούσε» ακόμα η «μπογιά» του 4-2-4 και του αδειάσματος στα χαφ για χάρη του παιχνιδιού από τα άκρα. Κάποια πράγματα δεν επαναλαμβάνονται. Δεν είναι δυνατόν όλοι οι υπόλοιποι να έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να ακολουθούν το τρένο της εξέλιξης σε κάθε τομέα και η ΑΕΚ να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν ονειροπολήσεων.


► Να τεθεί το «αγωνιστικό» ως πρώτη προτεραιότητα πάνω και από το «γηπεδικό» και από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που να θέλει να παραμεληθεί η προσπάθεια επιστροφής στη Φιλαδέλφεια (ειδικά από τη στιγμή που έχει προχωρήσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά). Από την άλλη όμως, η ΑΕΚ δεν είναι κατασκευαστική εταιρία. Είναι ποδοσφαιρική ομάδα, το ποδόσφαιρο είναι το αντικείμενό της και ποδόσφαιρο θέλουν να βλέπουν οι οπαδοί της, όχι Extreme Makeover Home Edition. Η συμμετοχή της στο άθλημα, τα αγωνιστικά της επιτεύγματα, οι αστέρες που φόρεσαν τη φανέλα της, το θέαμα που προσέφερε, αυτά (συνδυασμένα πάντα με την ιδιόμορφη πολιτισμική της ταυτότητα) την έκαναν κοσμαγάπητη απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα και ουσιαστικά αυτά είναι που την συντηρούν.


► Να ξεκαθαρίσει το τοπίο από εκτελεστικούς διευθυντάδες, τεχνικούς διευθυντάδες, αρχισκάουτερς και παρατρεχάμενα «δικά μας παιδιά» που «ξέρουν τι σημαίνει ΑΕΚ» και να παραδοθεί το αγωνιστικό τμήμα εν λευκώ στα χέρια ενός ξένου προπονητή εγνωσμένης αξίας, προφανώς όχι μιζαδόρου «τουρίστα», αλλά αποφασισμένου να αφήσει ιστορία. Χρειάζεται ένας νέος Μπράνκο Στάνκοβιτς, ένας νέος Φράντισεκ Φάντροκ. Με το δικό του επιτελείο καταρτισμένων συνεργατών. Με τις δικές του διασυνδέσεις με ανιχνευτές ταλέντων και εκπροσώπους ποδοσφαιριστών. Χωρίς μεσάζοντες, προϊστάμενους και υπερπροϊστάμενους για να συνεννοηθεί με τον de facto πρόεδρο, αλλά με απευθείας μεταξύ τους δίαυλο. Με φρέσκες, σύγχρονες ιδέες για το πώς πρέπει να γυμνάζεται και να μοντάρεται μια ομάδα, τι παίκτες χρειάζεται, πώς μπορεί να παίζει, μακριά από ιδεοληψίες του παρελθόντος και απωθημένα ατόμων άλλων εποχών.

► Όσο κι αν καθορίζεται ο προϋπολογισμός συμβολαίων, ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση που δεν υπερβαίνει το φετινό -σύμφωνα με τα ρεπορτάζ- «μνημονιακό» ποσό των 5 και κάτι εκατομμυρίων (υποδιπλάσιο από αυτό του ΠΑΟΚ, σχεδόν υποτριπλάσιο από αυτό του ΟΣΦΠ), πρέπει να αλλάξει ο τρόπος αξιοποίησής του. Όχι να ισομοιράζεται με «μπακάλικες» λογικές σε μια 18άδα «φτηνών» λύσεων, με βασικό προσόν το χαμηλό κασέ, ελπίζοντας κάποιοι «να βγουν». Αντιθέτως το μισό τουλάχιστον μπάτζετ να επιφυλάσσεται για 2-3 ποδοσφαιριστές πρώτου βεληνεκούς, πραγματικά ικανούς να αλλάξουν επίπεδο προς τα πάνω την ομάδα, κυρίως στον άξονα. Και ας είναι οι υπόλοιποι της 11άδας ακόμα μεγαλύτερα «ρίσκα» απ’ ότι τώρα. Γύρω από 3 παίκτες-κολώνες, έναν σε επίθεση, έναν στο κέντρο, έναν στην άμυνα, γίνεται ευκολότερη η συμπλήρωση του υπόλοιπου παζλ. Δίπλα σε έναν Μανωλά, παίζουν καλύτερα και ο Καραγιάννης κα ο Μανώλης Παπαδόπουλος. Κοντά στον Λυμπερόπουλο και τον Κατσουράνη προσφέρουν βοήθεια ουσιαστική και οι «Μπουρμποκρασσάδες».


► Πάση θυσία να πληρωθεί το απαράδεκτο κενό που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία πολλά χρόνια στην κιτρινόμαυρη επίθεση και να εναρμονιστεί η ομάδα με το γενικό κανόνα που θέλει την ύπαρξη ικανών φορ σκόρερ ως συστατικό στοιχείο του πρωταθλητισμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι με μοναδικές εξαιρέσεις το 1988 και το 1989, όλες, μα ΟΛΕΣ τις υπόλοιπες φορές που η Ένωση κατέκτησε ή διεκδίκησε ως το τέλος τον τίτλο στην Α' Εθνική, διέθετε στην επίθεσή της τουλάχιστον έναν παιχταρά ή/και σκόρερ ολκής: Νεστορίδης, Παπαϊωάννου, Κώστας Νικολαΐδης, Δέδες, Μαύρος, Μπάγεβιτς, Μπατίστα, Δημητριάδης, Αλεξανδρής, Κωστής, Ντέμης, Λυμπερόπουλος, Μπλάνκο... Όλοι αυτοί δεν ντύθηκαν τον Δικέφαλο «από το πουθενά», ως «ρίσκα», ως «στοιχήματα». Χρειάστηκε είτε ενδελεχές σκάουτινγκ (βλ. Παπαϊωάννου που τον είχε τσεκάρει ήδη από το 1961 ο Τρύφων Τζανετής κ.α.), είτε χρόνιες δικαστικές διαμάχες (π.χ. Νεστορίδης, Μαύρος) ή/και πολλά, ΠΟΛΛΑ λεφτά (ποια περίπτωση να πρωτοπιάσεις, τα ποσά που μοίραζε ο θείος Λουκάς, την «κλοπή» Κωστή, την κρίσιμη προκαταβολή που πήρε ο Μίμης το 1962 από το Νίκο Γκούμα και του έφυγαν οι όποιοι ενδοιασμοί είχε για την κάθοδο από τη Βέροια στην Αθήνα, τα εκατομμύρια που πήρε ο Αλαμάνος για τον Ντέμη κλπ.). Δεν είναι κάθε μέρα του αγίου Χένρικ Νίλσεν, να σου έρχεται από τα «πανέρια» της Β' κατηγορίας της Δανίας και να σου βγάζει 21 γκολ, ούτε κάθε μέρα του αγίου 1989, να παίρνεις το πρωτάθλημα με τους μέσους/μεσοεπιθετικούς να τραβάνε όλο το κουπί και το τέρμα σου να ντύνεται Σούπερμαν. Συμπληρώσαμε αισίως πέρσι 5 συνεχόμενες σαιζόν Α' Εθνικής κατά τις οποίες ούτε ένας παίκτης μας κατάφερε να πιάσει διψήφιο αριθμό τερμάτων στο πρωτάθλημα. Πρώτοι σκόρερ μας το 2010 οι Μπλάνκο-Σκόκο με 8 γκολ, ξανά οι ίδιοι μαζί το 2011 με 9, ο Λεονάρντο πρώτος το 2012 επίσης με 9, ο Φούντας το 2013 με 4 και οι Βάργκας-Αραβίδης πέρσι πάλι με 9. Ποιες και πόσες άλλες φορές είχε συμβεί κάτι τέτοιο στα προηγούμενα 40 χρόνια Α' Εθνικής (1959-2009); Δύο φορές. Το 1972-73 (από 7 γκολ οι Παπαϊωάννου, Νικολαΐδης, Δανδέλης) και το 1986-87 (πρώτος σκόρερ ο Πατίκας με 5). Αυτές οι δύο ΑΕΚ υπήρξαν ίσως οι χειρότερες στα χρόνια της στην Α' Εθνική πριν έρθει η σαιζόν του υποβιβασμού. Νομίζω επίσης ότι όλοι λίγο-πολύ συμφωνούμε πως το α' μισό της δεκαετίας του 2010 συνολικά είναι από τις παρακμιακότερες περιόδους της ιστορίας μας. Σύμπτωση ή όχι; Προσοχή: δε λέω ότι η έλλειψη γκολτζή με 13-15-18-20 γκολ το χρόνο ή η αποτυχία κάποιου υπάρχοντος να βάλει τόσα ήταν η ρίζα του προβλήματος στις παραπάνω περιπτώσεις. Τα βασικά εμπόδια στην πορεία και την υγεία της ομάδας ήταν άλλα. Δε συνετέλεσαν όμως και αυτές οι χαμηλές επιδόσεις ως ένα βαθμό στα αγωνιστικά ναυάγια και ως εκ τούτου στις αποτυχίες αντιστροφής του κλίματος και ανάκαμψης; Σοβαρή προσπάθεια λοιπόν απόκτησης πρωτοκλασάτου φορ, ό,τι κι αν χρειαστεί, και σωστή αξιοποίησή του (όχι στο δεξί μπακ, έτσι κ. Μπάγεβιτς;). Κάθε σαιζόν που περνάει με την ΑΕΚ να μην προσθέτει άλλον έναν άξιο κρίκο στη χρυσή αλυσίδα επιθετικών που έχουν φορέσει τη φανέλα της, νομίζω πως ξεκινάμε εκ προοιμίου με ένα ακόμα -πέρα δηλαδή από την ύπαρξη της ΕΟ- ντεσαβαντάζ.


Φοβάμαι πως αν ο σύλλογος δεν κινηθεί προς αυτές τις κατευθύνσεις, θα συνεχίσουμε να παραμένουμε σε τέλμα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση η διαπίστωση που θα προκύψει δεν μπορεί παρά να είναι ότι ο ηγέτης της «νέας εποχής» αποδεικνύεται ακατάλληλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου